- κερματίζειν
- κερματίζωcut into piecespres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κερματίζω — (Α κερματίζω) [κέρμα] κόβω σε μικρά κομμάτια, κομματιάζω, τεμαχίζω, ψιλοκόβω αρχ. 1. κόβω μέταλλο σε μικρά νομίσματα 2. μτφ. φθείρω, κατατρίβω («κερματίζειν τὴν ἀρετήν», Πλάτ.) 3. πάπ. αλλάζω σε κέρματα 4. συλλέγω κέρματα … Dictionary of Greek